βυθίζω — sink pres subj act 1st sg βυθίζω sink pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βυθίζω — βυθίζω, βύθισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βυθίζω — (AM βυθίζω) [βυθός] Ι. 1. ρίχνω στον βυθό, καταποντίζω κάτι ή κάποιον 2. καταστρέφω 3. καταστρέφομαι νεοελλ. 1. τοποθετώ κάτι ή κάποιον μέσα σε νερό ή άλλο υγρό, καταδύω 2. μπήγω, χώνω βαθιά κάτι αιχμηρό (μαχαίρι, καρφί, νύχια) σε άλλο σώμα 3. φρ … Dictionary of Greek
βυθίζω — ισα, ίστηκα, βυθισμένος 1. ρίχνω στο βυθό, καταποντίζω, βουλιάζω κάτι: Τα μωρά τα βυθίζουν στην κολυμπήθρα όταν τα βαφτίζουν. 2. μπήγω, χώνω: Βύθισε το μαχαίρι στην πίτα. 3. αφοσιώνομαι, αφιερώνομαι σε κάτι: Είναι βυθισμένος στις σκέψεις του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βεβυθισμένα — βυθίζω sink perf part mp neut nom/voc/acc pl βεβυθισμένᾱ , βυθίζω sink perf part mp fem nom/voc/acc dual βεβυθισμένᾱ , βυθίζω sink perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βυθίσουσιν — βυθίζω sink aor subj act 3rd pl (epic) βυθίζω sink fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) βυθίζω sink fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βυθίσῃ — βυθίζω sink aor subj mid 2nd sg βυθίζω sink aor subj act 3rd sg βυθίζω sink fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβυθισμέναι — βυθίζω sink perf part mp fem nom/voc pl βεβυθισμένᾱͅ , βυθίζω sink perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβυθισμένον — βυθίζω sink perf part mp masc acc sg βυθίζω sink perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβυθισμένων — βυθίζω sink perf part mp fem gen pl βυθίζω sink perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βυθιζομένων — βυθίζω sink pres part mp fem gen pl βυθίζω sink pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)